-
1 ἐπ-αμείβω
ἐπ-αμείβω, verwechseln, vertauschen; τεύχεα ἀλλήλοις Il. 6, 230; φύσεις Orph. Arg. 420. Sonst im med. wechselsweis hin- und hergehen, νίκη ἐπαμείβεται ἄνδρας, wechselt zwischen den Männern, Il. 6, 339; ἑτέρους ἐπαμείψεται Archil. frg. 48.
См. также в других словарях:
επαμείβω — (Α ἐπαμείβω) νεοελλ. «επαμειβόμενον έπαλθον» έπαθλο που ο κάτοχός του δεν δικαιούται να κρατήσει περισσότερο από μια αγωνιστική περίοδο, αλλά οφείλει να τό παραδώσει, για να δοθεί στον νικητή τής επόμενης περιόδου αρχ. 1. ανταλλάσσω («τεύχεα δ… … Dictionary of Greek